- μεθύστερος
- μεθ-ύστερος, hinterher, später, οἱ μεϑύστεροι, die Nachkommen; das neutr. μεϑύστερον, adverbial, später, nochmals; zu spät
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μεθύστερος — η, ο (Α μεθύστερος, έρα, ον) 1. (για χρόνο) ο ύστερος, ο κατοπινός, ο μετέπειτα 2. (για πρόσωπα) ο μεταγενέστερος αρχ. 1. (το ουδ. ως επίρρ.) (για χρόνο) τὸ μεθύστερον α) έπειτα, κατόπιν, μετά, στο εξής β) τόσο μετά από αυτά, τόσο ύστερα γ) (με… … Dictionary of Greek
μεθύστερον — μεθύστερος living after masc acc sg μεθύστερος living after neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυστέροις — μεθύστερος living after masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek